περιφλύω

From LSJ
Revision as of 20:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφλύω Medium diacritics: περιφλύω Low diacritics: περιφλύω Capitals: ΠΕΡΙΦΛΥΩ
Transliteration A: periphlýō Transliteration B: periphlyō Transliteration C: periflyo Beta Code: periflu/w

English (LSJ)

A v. περιφλεύω.

German (Pape)

[Seite 599] ringsum verbrennen, versengen, vom Blitze, Ar. Nubb. 395, wie περιφλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

περιφλύω: ἴδε περιφλεύω.

French (Bailly abrégé)

brûler en partie.
Étymologie: c. περιφλεύω.

Greek Monolingual

Α
1. (για κεραυνό) απανθρακώνω
2. (για την ράβδο του Ααρών) κάνω να βλαστήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. του περιφλεύω].

Greek Monotonic

περιφλύω: βλ. περιφλεύω.

Russian (Dvoretsky)

περιφλύω: (ῡ) обжигать, опалять (τοὺς ζῶντας Arph.).