πιθείας
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
A v. πιθίας.
German (Pape)
[Seite 613] ὁ, eine Lufterscheinung, von der Gestalt eines Fasses, auch πίθος, Procl. Paraphr. Ptol.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθείας: -ου, ὁ, μετέωρον ἔχον τὸ σχῆμα πίθου, Πρόκλου παράφρ. Πτολεμ. σ. 131· τὸ αὐτὸ καλεῖται πίθος ἐν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 24, pitheus παρὰ Πλιν. 2. 22, pithita παρὰ Σενέκ. Nat. Quaest. I. 14.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. πιθίας.