σεισοκέφαλος
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
ον, A shaking the head, Dsc.Eup.1.9, Id. ap. Orib. Syn.8.21.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που σείει, που κουνά το κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + -κέφαλος (< κεφαλή)].