σιδηρότευκτος

From LSJ
Revision as of 09:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρότευκτος Medium diacritics: σιδηρότευκτος Low diacritics: σιδηρότευκτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: sidēróteuktos Transliteration B: sidēroteuktos Transliteration C: sidirotefktos Beta Code: sidhro/teuktos

English (LSJ)

ον, A wrought of iron, βέλος Epicr.8.

German (Pape)

[Seite 880] von, aus Eisen gemacht, mit, durch Eisen gemacht, poet. bei Ath. XV, 699 f.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρότευκτος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, βέλος Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρότευκτος, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδηροπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό-τευκτος].