σμαραγδώδης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ες, A like smaragdus, Sch.Nic. Th.444.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σμάραγδος
αυτός που μοιάζει με σμάραγδο, σμαραγδοειδής.