σμιλιωτός

From LSJ
Revision as of 09:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλιωτός Medium diacritics: σμιλιωτός Low diacritics: σμιλιωτός Capitals: ΣΜΙΛΙΩΤΟΣ
Transliteration A: smiliōtós Transliteration B: smiliōtos Transliteration C: smiliotos Beta Code: smiliwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A shaped like a σμιλίον, Heliod. ap. Orib.46.11.17; written μηλιωτός in Paul.Aeg.6.90. II = κοπίσκος, a kind of λίβανος, Dsc.1.68.

German (Pape)

[Seite 911] wie eine σμίλη gestaltet, Chir. vett.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλιωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σμιλίου, Ἡλιόδ. ἐν Χειρουγ. Cocch. 94, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 6. 91.

Greek Monolingual

και μηλιωτός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει το σχήμα σμιλίου
2. το αρσ. ως ουσ.σμιλιωτός
είδος φυτού, ο κοπίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμιλίον + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].