συνέζομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med., A sit together, in fut. inf. συνεδεῖσθαι, Hsch., Phot. II to be assessor, βήματι Epigr.Gr.395.4 (Amasia).
Greek (Liddell-Scott)
συνέζομαι: μέσ., συγκάθημαι, Γραμμ.
Greek Monolingual
Α
1. είμαι σύνεδρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «συγκαθῆσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕζομαι «κάθομαι»].
Greek Monolingual
Α
1. είμαι σύνεδρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «συγκαθῆσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕζομαι «κάθομαι»].