συνεπαμύνω

Revision as of 10:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῡ], A join in repelling, Th.6.56. II join in assisting, τινι App.BC3.32.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπᾰμύνω: [ῡ], ἀπὸ κοινοῦ ἐπαμύνω, ἀπωθῶ, τινὰ Θουκ. 6. 56. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ βοηθῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 32.

French (Bailly abrégé)

aider à repousser, acc..
Étymologie: σύν, ἐπαμύνω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. απωθώ, αποκρούω μαζί με κάποιον
2. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπαμύνω «βοηθώ, συντρέχω»].

Greek Monotonic

συνεπᾰμύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, απωθώ, αμύνομαι από κοινού, τινά, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επαμύνω, Att. ook ξυνεπαμύνω de helpende hand bieden, met acc. resp.. ξ. τὰ πρὸς τοὺς δορυφόρους in het verzet tegen het escorte Thuc. 6.56.5.

Russian (Dvoretsky)

συνεπᾰμύνω: (μῡ) вместе идти на помощь, становиться на защиту: σ. τι Thuc. помогать в чем-л.

Middle Liddell

fut. -ῠνῶ
to join in repelling, τινά Thuc.