συριστική

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡριστική Medium diacritics: συριστική Low diacritics: συριστική Capitals: ΣΥΡΙΣΤΙΚΗ
Transliteration A: syristikḗ Transliteration B: syristikē Transliteration C: syristiki Beta Code: suristikh/

English (LSJ)

(sc. τέχνη), ἡ, A the art of piping, Sch.D.T.p.111 H.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριστική: (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ, ἡ τέχνη τοῦ συρίζειν, παίζειν τὴν σύριγγα, Α. Β. 653.

Greek Monolingual

ἡ, Α συρίζω (Ι)]
(ενν. τέχνη) η τέχνη του να παίζει κανείς τη σύριγγα.