συριγκτής
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
A v. συριστής.
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, = συρικτής, Tzetz. exeg. Il. p. 130.
Greek (Liddell-Scott)
σῡριγκτής: -οῦ, ὁ, συρικτής, ἴδε συριστής.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
βλ. συρικτής.