συρματῖτις

From LSJ
Revision as of 11:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμᾰτῖτις Medium diacritics: συρματῖτις Low diacritics: συρματίτις Capitals: ΣΥΡΜΑΤΙΤΙΣ
Transliteration A: syrmatîtis Transliteration B: syrmatitis Transliteration C: syrmatitis Beta Code: surmati=tis

English (LSJ)

κόπρος, ἡ, manure A mixed with litter (cf. σύρμα 1.2), Thphr.HP2.7.4, 7.5.1.

Greek (Liddell-Scott)

συρμᾰτῖτις: κόπρος, ἡ, κόπρος μεμιγμένη μετὰ συρμάτων, δηλ. μὲ σκουπίδια (ἴδε σύρμα Ι. 2), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 4., 7. 5, 1. ΙΙ. συρμᾰτίς, ίδος, ἡ, «συρματὶς στρατιά· ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» Ἡσύχ. (πρβλ. τὸ Λατ. syrmaticus).

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, A
φρ. «συρματῑτις κόπρος» — κόπρος αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σιδηρ-ῖτις)].