συρματῖτις

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμᾰτῖτις Medium diacritics: συρματῖτις Low diacritics: συρματίτις Capitals: ΣΥΡΜΑΤΙΤΙΣ
Transliteration A: syrmatîtis Transliteration B: syrmatitis Transliteration C: syrmatitis Beta Code: surmati=tis

English (LSJ)

κόπρος, ἡ, manure mixed with litter (cf. σύρμα 1.2), Thphr. HP 2.7.4, 7.5.1.

Greek (Liddell-Scott)

συρμᾰτῖτις: κόπρος, ἡ, κόπρος μεμιγμένη μετὰ συρμάτων, δηλ. μὲ σκουπίδια (ἴδε σύρμα Ι. 2), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 4., 7. 5, 1. ΙΙ. συρμᾰτίς, ίδος, ἡ, «συρματὶς στρατιά· ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» Ἡσύχ. (πρβλ. τὸ Λατ. syrmaticus).

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, A
φρ. «συρματῖτις κόπρος» — κόπρος αναμεμιγμένη με σύρματα, δηλ. με σκουπίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σιδηρῖτις)].

German (Pape)

ἡ, Mist, der aus Kehricht od. Streu bereitet ist, Theophr.