στρατιά

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτιά Medium diacritics: στρατιά Low diacritics: στρατιά Capitals: ΣΤΡΑΤΙΑ
Transliteration A: stratiá Transliteration B: stratia Transliteration C: stratia Beta Code: stratia/

English (LSJ)

Ion. στρατιή, ἡ,= στρατός,
A army, Pi.O.6.16, A.Pers.534 (anap.), Ag.799 (anap.), etc.; στρατιὰ ναυτική, στρατιὰ πεζή, Th.6.33, 7.15; ναύφρακτος στρατιά IG12.296.30; ἔς τε τὴν σ. καὶ τὴν πόλιν τὴν Ἀθηναίων ib. 108.40; τῆς σ. κάκιστος ἦν ἀνήρ Eup.31: abs., a land force, as distinguished from seamen, Hdt.6.12.
2 generally, host, company, band, Pi. P.11.50, N.11.35; ἡ σ. τοῦ οὐρανοῦ LXX 2 Ch.33.3; αἱ στρατιαὶ τῶν οὐρανῶν ib.Ne.9.6; = the armies of the heavens, cohors ministrorum, Lib.Or.54.7.
II sometimes = στρατεία, expedition, Hdt.5.77 (v.l. στρατείην), Ar.Eq.587 (lyr.), Th.828, 1169, Lys. 592, Th.8.108, IG22.351.31; ἐπὶ στρατιᾶς Ar.V.354,557, Pl.Phdr. 260b, And.2.14; ἴτε . . ἐπὶ στρατιάν go . . on service, Ar.Ach.1143; κατὰ στρατιήν Hp.Medic.14; πολιτικαὶ στρατιαί, ξενικαὶ στρατιαί, ibid.; v. στρατεία.

German (Pape)

[Seite 951] ἡ, ion. στρατιή, Kriegsheer; Ἐλλανίς, Pind. P. 11, 50, u. öfter; Περσῶν στρατιὰν ὀλέσας, Aesch. Pers. 534, στέλλων στρατιάν, Ag. 773, u. oft, wie Eur., Ar. Ach. 149; Her. u. sonst in Prosa, στρατιὰν παρεσκευάζοντο Thuc. 1, 27, ναυτική, πεζική, 6, 33, u. Folgde; bes. die gemeinen Soldaten. Nach Ammon. mehr als στρατός, τὸ τῶν στρατιωτῶν πλῆθος, Heeresmacht. – Bei Ar. u. einzeln bei andern Schriftstellern (vgl. Krüger zu Thuc. 1, 3) ist es, wie στρατεία, Feldzug; ἐν στρατιαῖς τε καὶ μάχαις, Equ. 586; ἐπὶ στρατιᾶς, Vesp. 354. 557; μ ονοκοιτοῦμεν διὰ τὰς στρατιάς, Eccl. 592; στρατιὰν συνῆλθον, Thuc. 1, 3; vgl. τὸν ἐπὶ Τροίαν ἀγαγόντα τἡν πολλὴν στρατιάν, Plat. Apol. 41 b.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 armée, particul. armée de terre;
2 expédition militaire.
Étymologie: στρατός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατιά -ᾶς, ἡ, Ion. στρατιή -ῆς [στρατός] leger, krijgsmacht:; πολλῇ στρατιᾷ... καὶ ναυτικῇ καὶ πεζῇ met een grote legermacht, zowel ter zee als te land Thuc. 6.33.2; uitbr. menigte. veldtocht, expeditie, campagne:; στρατιὴν ποιέεσθαι ἐπὶ Χαλκιδέας een veldtocht ondernemen tegen de Chalcideërs Hdt. 5.77.1; ἐπὶ στρατιᾶς tijdens een veldtocht, in militaire dienst.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτιά: (ᾱ), ион. στρᾰτιή
1 войско, армия (πεζή Thuc.): σ. ναυτική Thuc. морские силы; ἐπὶ στρατιὰν ἰέναι Arph. идти на военную службу;
2 сухопутная армия: οἷα στρατιὴ ἐσβαίνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐς τὰς νέας Her. (ионийцы), словно сухопутная армия, не желали сесть на корабли;
3 отряд, группа (Ἀιολέων Pind.);
4 военный поход: ἐπαγγέλλειν στρατιάν τινι Thuc. предлагать кому-л. принять участие в походе; ἐν στρατιαῖς τε καὶ μάχαις Arph. в походах и в боях.

English (Slater)

στρᾰτιά
   a army, expeditionποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” (O. 6.16) ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (N. 3.34) Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (N. 11.35)
   b host, assembly Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (P. 11.50)
   c frag. ]ᾳμᾳ καὶ στρατιά (Π̆{pc}: -ιαῖς Π̆{ac}) Δ. 3. 11.

English (Strong)

feminine of a derivative of stratos (an army; from the base of στρώννυμι, as encamped); camp-likeness, i.e. an army, i.e. (figuratively) the angels, the celestial luminaries: host.

English (Thayer)

στρατιᾶς, ἡ (στρατός (cf. στρατεύω)), from Aeschylus and Herodotus down, the Sept. for צָבָא;
1. an army, band of soldiers.
2. sometimes in the poets equivalent to στρατεία, as Aristophanes eqq. 587 (ἐν στρατιαις τέ καί μάχαις), Tdf. after the best manuscripts (see his note; cf. Liddell and Scott, under the word II.); Passow, under the word στρατεία, at the end).
3. in the N.T.οὐράνιος στρατιά, or ἡ στρατιά τοῦ οὐρανοῦ (Hebrew הַשָּׁמַיִם צְבָא), the host of heaven (see δύναμις, f.), i. e.
a. troops of angels (the heavenly bodies, stars of heaven (so called on account of their number and their order): Jeremiah 8:2, etc.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α στρατός
σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκηση
νεοελλ.
πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση αντιστρατήγου («Γ' στρατιά»)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. πλήθος ανθρώπων ή ζώων («στρατιές ανέργων»)
αρχ.
1. στρατός, στράτευμα
2. η στρατιωτική δύναμη της ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το ναυτικό
3. (γενικά) συντεταγμένο, στρατιωτικό ή μη, σώμα («αἱ στρατιαὶ τῶν οὐρανῶν», ΠΔ)
4. (σπάν.) εκστρατεία
5. φρ. α) «έπὶ στρατιᾱς» — σε καιρό εκστρατείας (Αριοτοφ.)
β) «ἴτε ἐπὶ στρατιάν» — πηγαίνετε να υπηρετήσετε στον στρατό (Αριστοφ.).

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτιά: Ἰων. -ιή, ἡ, = στρατός, στράτευμα, Πινδ. Ο. 6. 28, Αἰσχύλ. Πέρσ. 534, Ἀγ. 799, κτλ.· στρ. ναυτική, πεζὴ Θουκ. 6. 33, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. 6. 12, ἀπολ., ἡ κατὰ ξηρὰν δύναμις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ναύτας· οὕτω, τῆς στρ. κάκιστος ἦν ἀνὴρ Εὔπολ. ἐν «Ἀστρατ.» 1.
2) καθόλου, δύναμις, σῶμα στρατιωτικόν, οὐλαμός, Πινδ. Π. 11. 75, Ν. 11. 45. ΙΙ. ἐνίοτε = στρατεία, ἐκστρατεία, Ἀριστοφ. Ἱππ. 587, Θεσμ. 828, 1169, Λυσ. 592, Θουκ. 8.108· ἴτε … ἐπὶ στρατιάν, ὑπάγετε … νὰ ὑπηρετήσητε ὡς στρατιῶται, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1143· ἴδε ἐν λ. στρατεία.

Chinese

原文音譯:strat⋯a 士特拉提阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:戰爭
字義溯源:類似營房,軍隊,兵,日月星辰;源自(στρατόπεδον)X*=軍隊)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 日月星辰(1) 徒7:42;
2) 兵(1) 路2:13

Lexicon Thucydideum

copiae, troops, forces, 1.27.1, 1.30.3, 1.59.2, 1.93.7. 1.95.6. 1.105.4. 1.106.2. 1.109.3, 1.114.1. 1.114.11.129.3. 1.141.4, 2.10.1. 2.22.2. 2.25.5. 2.29.5, 2.33.1. 2.56.3. 2.57.1, 2.58.1. 2.58.2. 2.58.22.69.2. 2.69.22.70.2. 2.79.2. 2.81.1. 2.82.1. 2.95.3. 2.101.5. 3.7.5. 3.19.2. 3.28.1. 3.28.2. 3.30.1. 3.35.2, 3.94.3, 3.95.2. 3.99.1. 3.100.2. 3.102.5. 3.105.1. 3.110.2. 4.27.1. 4.30.3. 4.30.4. 4.37.1. 4.42.3. 4.44.2. 4.57.3, 4.69.2. 4.70.1, 4.75.1, 4.75.2. 4.78.1. 4.80.1. 4.83.1. 4.83.6. 4.85.1. 4.85.7. 4.108.5. 4.108.7, 4.121.2. 4.122.2. 4.128.2, 4.130.6. 4.132.2. 4.135.1. 5.2.3, 5.6.2. 5.3.1. 5.10.2, 5.10.4. 5.12.1. 5.13.1. 5.47.6. 5.52.2. 5.63.4. 5.83.1. 5.83.4. 5.83.45.116.3. 6.7.1. 6.21.1, 6.22.1. 6.26.1. 6.31.6. 6.33.2, 6.37.1. 6.44.1. 6.47.1. 6.48.1. 6.48.16.49.3. 6.50.2. 6.51.1. 6.51.3. 6.52.1. 6.53.2. 6.61.2. 6.62.5. 6.91.4. 6.91.46.93.4. 6.94.3. 6.99.2. 6.100.1. 6.100.3. 6.102.4. 6.103.2. 7.1.1. 7.1.17.4.1. 7.3.3. 7.4.1, 7.4.2. 7.5.1. 7.7.2, 7.7.3. 7.11.2. 7.11.3. 7.11.37.12.1. 7.12.17.15.1. 7.15.17.16.1. 7.17.1, 7.21.1. 7.22.1, 7.25.9. 7.27.3. 7.31.3. 7.31.5. 7.33.3. 7.33.37.6.1. 7.42.3, 7.42.5. 7.43.1. 7.43.2. 7.3.1. 7.46.1. 7.48.3. 7.49.2. 7.50.1. 7.50.3. 7.52.1. 7.53.1. 7.73.1. 7.79.1, 7.79.4. 7.3.1. 7.80.1. 7.82.3. 7.83.2. 7.84.1. 8.5.3, 8.6.2. 8.19.2. 8.20.2, 8.28.3. 8.32.2. 8.33.2. 8.34.1. 8.37.4. 8.38.2. 8.40.2. 8.61.1. 8.71.1. 8.71.18.2.1. 8.87.1.
militia, military service, warfare, 8.108.4, [pro for στρατεία vulgo commonly 1.10.3. 4.70.1. 5.60.6. 5.79.3. 7.55.1.]

Translations

campaign

Albanian: fushatë; Arabic: ⁧حَمْلَة⁩; Armenian: արշավ, արշավանք; Azerbaijani: kampaniya, yürüş; Belarusian: кампанія, паход; Bengali: প্রচার; Bulgarian: кампания, поход; Burmese: စစ်ဆင်ရေး; Catalan: campanya; Chinese Mandarin: 活動/活动, 戰役/战役; Czech: tažení, kampaň; Danish: kampagne, felttog; Dutch: campagne, veldtocht; Esperanto: kampanjo, balotkampanjo, reklamkampanjo, militkampanjo; Estonian: kampaania; Finnish: kampanja, sotaretki; French: campagne; Galician: campaña; Georgian: კამპანია; German: Einsatz, Feldzug, Heereszug, Kampagne; Greek: καμπάνια, εκστρατεία; Ancient Greek: ἐπιστρατεία, ἐπιστρατηΐη, στρατεία, στράτευμα, στρατηγία, στρατηγίη, στρατηΐη, στρατηλασία, στρατηλασίη, στρατιά; Hebrew: ⁧מַעֲרָכָה⁩, ⁧קמפיין / קַמְפֵּיְן⁩; Hindi: मुहिम, अभियान; Hungarian: kampány, hadjárat; Icelandic: herferð; Indonesian: kampanye; Irish: feachtas; Italian: campagna; Japanese: キャンペーン, 戦役; Kazakh: науқан, жорық; Khmer: យុទ្ធការ, ចលនា, ការឃោសនា; Korean: 캠페인, 전역(戰役), 깜빠니아; Kurdish Central Kurdish: ⁧حەملە⁩; Northern Kurdish: kampanya, helmet; Kyrgyz: кампания; Latin: expeditio, prensatio; Latvian: kampaņa; Lithuanian: kampanija; Luxembourgish: Campagne; Macedonian: кампања; Malay: kempen, cari suara; Jawi: ⁧کيمڤين⁩, ⁧چاري سوارا⁩; Maori: whakamataaratanga; Mongolian Cyrillic: кампани, аян; Mongolian: ᠻᠠᠮᠫᠠᠨᠢ, ᠠᠶᠠᠨ; Norwegian Bokmål: kampanje, felttog; Nynorsk: kampanje, felttog; Occitan: campanha; Old French: cumpaigne; Persian: ⁧کارزار⁩, ⁧کمپین⁩; Polish: kampania, pochód; Portuguese: campanha; Romanian: campanie; Russian: кампания, поход; Scottish Gaelic: iomairt; Serbo-Croatian Cyrillic: кампа̀ња, по̀ход; Roman: kampànja, pòhod; Slovak: kampaň, ťaženie; Slovene: kampanja; Spanish: campaña; Swahili: kampeni; Swedish: kampanj, fälttåg; Tagalog: kampanya; Tajik: маърака, кампания, корзор; Tetum: kampaña; Thai: การรณรงค์, การหาเสียง; Turkish: kampanya; Turkmen: kampaniýa; Ukrainian: кампанія, похі́д; Urdu: ⁧مُہِم⁩; Uyghur: ⁧ھەرىكەت⁩; Uzbek: kampaniya; Vietnamese: chiến dịch, vận động; Volapük: krigagoläd; Yiddish: ⁧קאַמפּאַניע⁩

army

Abkhaz: армия, ар; Afrikaans: leër; Albanian: armatë, ushtri; Amharic: ሰራዊት, የጦር ኃይል; Arabic: جَيْش‎; Egyptian Arabic: جيش‎; Hijazi Arabic: جيش‎; Aragonese: exercito; Armenian: բանակ; Aromanian: ashcheri, urdhii, oaste; Assamese: সেনা; Asturian: exércitu; Avar: аскар; Azerbaijani: ordu, qoşun, ərteş; Bashkir: ғәскәр; Basque: gudaroste, armada; Belarusian: армія, войска; Bengali: সেনা, ফৌজ, লস্কর; Bulgarian: армия, войска; Burmese: စစ်တပ်, တပ်မတော်, ကြည်းတပ်; Catalan: exèrcit, host; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵙⵔⴷⴰⵙⵜ; Chechen: эскар, арми; Chinese Cantonese: 陸軍, 陆军, 軍隊, 军队; Dungan: җүндуй; Mandarin: 陸軍, 陆军, 軍隊, 军队; Min Nan: 陸軍, 陆军; Wu: 陸軍, 陆军, 軍隊, 军队; Chuvash: ҫар; Crimean Tatar: ordu; Czech: armáda, vojsko; Danish: hær, arme, landstyrke; Dutch: leger, landmacht, weermacht; Erzya: ушмо; Esperanto: armeo; Estonian: maavägi; Faroese: herur; Finnish: maavoimat, armeija; French: armée; Friulian: armade, esercit; Galician: exército; Ge'ez: ጸብእ; Georgian: ჯარი, არმია, სახმელეთო ჯარი, სახმელეთო ჯარები, სახმელეთო ძალები, ლაშქარი, სპა; German: Heer, Landstreitkräfte, Armee; Gothic: 𐌷𐌰𐍂𐌾𐌹𐍃; Greek: στράτευμα, στρατιά, στρατός; Ancient Greek: στράτευμα, στρατιά, στρατιή, στρατοπέδευμα, στρατόπεδον, στρατός, στρότος; Gujarati: આર્મી, સેના; Gullah: aa'my; Hebrew: צָבָא‎; Hindi: सेना, आर्मी, थलसेना, लश्कर, लशकर, फ़ौज, फौज, अस्कर, सैन्य, थल सेना; Hungarian: hadsereg; Icelandic: her; Ido: armeo; Indonesian: tentara, angkatan darat; Ingush: эскар; Irish: arm, armáil; Italian: esercito; Japanese: 陸軍, 軍隊; Javanese: perjurit; Kannada: ಸೇನೆ; Karachay-Balkar: аскер; Kazakh: әскер; Khmer: កងទ័ព, ទ័ព, តស្ករ; Komi-Zyrian: чукӧр; Korean: 육군(陸軍), 륙군(陸軍), 군대(軍隊); Kurdish Central Kurdish: ئۆردوو‎, جاش‎; Northern Kurdish: artêş, ordî; Kyrgyz: армия, аскер; Lao: ກອງທັບບົກ, ທັບ, ກອງທັບ, ພົນລະກາຍ, ພົນລະຂັນ, ພົນ, ແສນຍາກອນ, ໂຍທາທັບ; Latin: exercitus; Latvian: armija, karaspēks; Lithuanian: armija, kariuomenė; Luhya: ejeshi; Luxembourgish: Arméi; Macedonian: војска, армија; Malay: tentera; Malayalam: പട്ടാളം; Maltese: armata; Manchu: ᠴᠣᠣᡥᠠ; Maori: ope; Marathi: आर्मी, लष्कर, सेना; Middle English: armee, ferde; Middle Persian Mongolian Cyrillic: арми, цэрэг; Nanai: чаоха; Navajo: siláo; Nepali: सेना; Norwegian Bokmål: hær, armé; Nynorsk: hær, armé; Occitan: armada; Old Church Slavonic Cyrillic: воиска; Old East Slavic: воиско; Old English: here, fierd; Old Javanese: bala; Oriya: ସେନା; Oromo: raayaa; Ossetian: ӕфсад, арми; Ottoman Turkish: لشكر‎, عسكر‎; Pali: yuddhasenā, senā; Pashto: پوځ‎, لښکر‎; Persian: ارتش‎, لشکر‎, عسکر‎‎; Plautdietsch: Häa; Polish: armia, wojsko; Portuguese: exército; Punjabi: ਸੈਨਾ; Romanian: armată, oaste; Romansch: armada, armeda; Russian: армия, войско; Sanskrit: स्थलसैन्यं, सेना; Sardinian: esertzitu; Scottish Gaelic: armailt; Serbo-Croatian Cyrillic: војска, а̀рмија; Roman: vójska, àrmija; Sicilian: esèrcitu, asèrcitu; Sinhalese: ඇණිය, කඳවුර; Slovak: armáda, vojsko; Slovene: vojska, armada; Somali: askar; Spanish: ejército; Sudovian: kar'as; Swahili: jeshi; Swedish: armé, här; Tagalog: hukbong-kati; Tajik: армия, артиш, лашкар, аскар; Tamil: படை; Tatar: армия, гаскәр, чирү; Telugu: సేన; Thai: ทัพ, กองทัพ, พล, กองทัพบก; Tibetan: དམག་དཔུང; Tigrinya: ሰራዊት; Tocharian B: retke; Turkish: ordu, leşker; Turkmen: goşun, oorda; Ugaritic: 𐎕𐎁𐎜; Ukrainian: армія, ві́йсько; Urdu: فوج‎, لشکر‎; Uyghur: ئارمىيە‎, قوشۇن‎; Uzbek: armiya, qoʻshin, askar; Vietnamese: quân đội, lục quân; Vilamovian: draowa; Volapük: milit; Walloon: årmeye; Welsh: byddin; West Frisian: leger; Xhosa: umkhosi; Yakut: аармыйа; Yiddish: אַרמיי‎, חייל‎; Zazaki: aspar, lecker, esker, cond; Zhuang: ginhdui; Zulu: impi