συστατός

From LSJ
Revision as of 15:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστᾰτός Medium diacritics: συστατός Low diacritics: συστατός Capitals: ΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: systatós Transliteration B: systatos Transliteration C: systatos Beta Code: sustato/s

English (LSJ)

ή, όν,    A capable of being formed, A.D.Pron.113.18, Synt.174.1, al.    2 constructed, ἐξ ἑτέρων S.E.M.1.104; well-made, consistent, μάθημα ib.57.    3 = εὐσύστατος ΙΙ (quod fort. legend.), Vett.Val. in Cat. Cod.Astr.2.170.

Greek (Liddell-Scott)

συστᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ βάλῃ ὁμοῦ ἢ συντάξῃ, Ἀπολλ. π. Συντ. 179. 2) κατεσκευασμένος, ἐξ ἑτέρων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 104· καλῶς κατεσκευασμένος, συμπαγής, εὐσταθής, αὐτόθι 57. ΙΙ. ἴδε θεοσύστατος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνίστημι
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να θέσει μαζί ή να συντάξει («οὐ γὰρ δή γε ἡ τούτου εὐθεῑα πάλιν συστατή», Απολλ. Δύσκ.)
2. κατασκευασμένος, φτειαγμένος
3. ο καλά κατασκευασμένος.

Russian (Dvoretsky)

συστᾰτός: v. l. σύστᾰτος 3 [adj. verb. к συνίστημι
1) составленный, состоящий (ἔκ τινων Sext.);
2) прочный, устойчивый (μάθημα Sext.).