τελεστός

From LSJ
Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεστός Medium diacritics: τελεστός Low diacritics: τελεστός Capitals: ΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: telestós Transliteration B: telestos Transliteration C: telestos Beta Code: telesto/s

English (LSJ)

ή, όν, A fulfilled, ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν dub. in IG22.4548.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ-τος, ὀψιτέλεσ-τος. Η μαρτυρία του απλού τελεσ-τός είναι αμφίβολη].