τερπνότης
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ητος, ἡ, A pleasantness, delight, LXX Ps.15(16).11(pl.), 26(27).4, Aristeas 307, Poll.3.97, Hsch. s.v. τέρψις.
German (Pape)
[Seite 1094] ητος, ἡ, Vergnügen, Annehmlichkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τερπνότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρ. τοῦ τερπνός, τέρψις, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΕ΄, 11), Ἡσύχ. ἐν λέξ. τέρψις· «τέρψις· τερπνότης».