τευθίδιον
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
τό, Dim. of τευθίς, Pherecr.130.10, Ephipp.15.4, Eub. 110. [A -ῐδ- Ephipp. l.c., -ῑδ- Eub. l.c., in almost identical passages, so that Eub. should perh. be emended from Ephipp.]
German (Pape)
[Seite 1101] τό, dim. von τευθίς, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 e u. Eubul. ib. 311 d.
Greek (Liddell-Scott)
τευθίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τευθίς, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1, 10, Ἔφιππ. ἐν «Ὁμοίοις» ἢ «Ὀβελιαφόροις» 1, 4, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις» 1. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 335].