τευθίδιον
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
τό, Dim. of τευθίς, Pherecr.130.10, Ephipp.15.4, Eub. 110. [-ῐδ- Ephipp. l.c., -ῑδ- Eub. l.c., in almost identical passages, so that Eub. should perhaps be emended from Ephipp.]
German (Pape)
[Seite 1101] τό, dim. von τευθίς, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 e u. Eubul. ib. 311 d.
Greek (Liddell-Scott)
τευθίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τευθίς, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1, 10, Ἔφιππ. ἐν «Ὁμοίοις» ἢ «Ὀβελιαφόροις» 1, 4, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις» 1. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 335].
Greek Monolingual
τὸ, Α τευθίς, -ίδος]
υποκορ. καλαμαράκι.