τοιχίζω
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
(A τοῖχος 2) of a ship, lie on her beam ends, Ach.Tat.3.1, Eust.1021.12.
German (Pape)
[Seite 1125] auf die Seite hangen, sich auf eine Seite neigen, vom Schiffe, das der Sturm auf eine Seite wirst, Achill. Tat. 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχίζω: (τοῖχος 2) ἐπὶ πλοίου, πλαγιάζω, κλίνω πρὸς τὴν μίαν πλευράν, κλίνεται δὲ κοῖλον τοιχίσαν τὸ σκάφος Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 1, Εὐστ. 1021. 12.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τοῑχος
(για πλοίο) γέρνω προς τη μια πλευρά, γέρνω, μπατάρω
νεοελλ.
κλείνω με τοίχο.