τολμητίας
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ου, ὁ, A = τολμητής, Com.Adesp. 1166, Adam.1.7, Agath.1.4, 4.27.
German (Pape)
[Seite 1126] ὁ, = Vorigem, Agath.
Greek (Liddell-Scott)
τολμητίας: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ τολμητής, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 235, Ἀγαθίας ἐν Ἱστ. 1, σ. 14D, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τολμητίας· προπετής, αὐθάδης, ὑπὲρ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἐπιχειρῶν».
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
τολμηρός άνθρωπος, τολμητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τολμητής + κατάλ. -ίας].