τρισκαίδεκα
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
and compds., A v. τρεισκαίδεκα and compds.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκαίδεκα: ἴδε τρεισκαίδεκα.
French (Bailly abrégé)
c. τρεισκαίδεκα.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, τὰ, ουδ. και τριακαίδεκα, Α
βλ. τρεισκαίδεκα.
Greek Monotonic
τρισκαίδεκα: βλ. τρεισ-καίδεκα.
Russian (Dvoretsky)
τρισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά Hom. etc. = τρεισκαίδεκα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισκαίδεκα zie τρεισκαίδεκα.