φλῆνος

From LSJ
Revision as of 14:21, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῆνος Medium diacritics: φλῆνος Low diacritics: φλήνος Capitals: ΦΛΗΝΟΣ
Transliteration A: phlē̂nos Transliteration B: phlēnos Transliteration C: flinos Beta Code: flh=nos

English (LSJ)

εος, τό, A = φλήναφος, prob. for φλῆφος in Hsch. II φληνός and φλενός are assumed as etym. of φλήναφος in EM796.9, 10.

German (Pape)

[Seite 1292] τό, Geschwätz (?).

Greek (Liddell-Scott)

φλῆνος: τό, = φλήναφος, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Salmas, παρὰ Ἡσυχ. ἀντὶ φλῆφος. ― Ἐν τῷ Μεγάλ. Ἐτυμ. 796, 10, λαμβάνεται ὁ τύπος φληνὸς ὡς ῥίζα τοῦ φλύναφος.

Greek Monolingual

-ήνεος και -ήνους, τὸ, Α
φλήναφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση ενός τ. φλῆφος και πρέπει να συνδεθεί με τα φλήναφος, φληναφῶ].