χαμαιβάλανος

From LSJ
Revision as of 15:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιβάλᾰνος Medium diacritics: χαμαιβάλανος Low diacritics: χαμαιβάλανος Capitals: ΧΑΜΑΙΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: chamaibálanos Transliteration B: chamaibalanos Transliteration C: chamaivalanos Beta Code: xamaiba/lanos

English (LSJ)

[βᾰ], ἡ,    A = ἄπιος (A) ΙΙ, Dsc.4.175.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιβάλᾰνος: ἡ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Euphorbia apios, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4, 174 (177).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λόγια ονομασία είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού σήμερα ως γαλατσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + βάλανος.