ψεδνότης
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
English (LSJ)
ητος, ἡ, A baldness, Adam.2.37.
German (Pape)
[Seite 1392] ητος, ἡ, Kahlheit, Adamant. physiogn. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ψεδνότης: -ητος, ἡ, φαλακρότης, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 26.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α ψεδνός
(για πρόσ.) φαλακρότητα.