ἀκαταμέτρητος
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
ον, A unmeasured, Eratosth. ap. Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμέτρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταμετρήσῃ ἢ ὁ μὴ καταμετρηθείς, Στράβ. 77, Νικόμ. Γερασ. 1. 77.
Spanish (DGE)
-ον
no medido Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταμέτρητος, -ον) καταμετρῶ
όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί
«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος».