ἀλωπεκώδης
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Full diacritics: ἀλωπεκώδης | Medium diacritics: ἀλωπεκώδης | Low diacritics: αλωπεκώδης | Capitals: ΑΛΩΠΕΚΩΔΗΣ |
Transliteration A: alōpekṓdēs | Transliteration B: alōpekōdēs | Transliteration C: alopekodis | Beta Code: a)lwpekw/dhs |
ες, A fox-like, sly, Hsch., EM75.5.
[Seite 113] ες, fuchsartig, VLL., πανοῦργος.
ἀλωπεκώδης: -ές, (εἶδος) ὅμοιος ἀλώπεκι, πανοῦργος, Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ.