ἀναστρεπτέον
From LSJ
οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
English (LSJ)
A one must invert, τι Isoc.5.132. 2 one must write with anastrophe, Hdn.Gr.1.481, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστρεπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀναστρέφω, δεῖ ἀναστρέφειν ἢ ἀναστρέψαι, ἀλλ᾿ ἀναστρεπτέον καὶ μεταστατέον ἅπαντα ταῦτ᾿ ἐστὶν Ἰσοκρ. 109Β. 2) ἐκ τοῦ παθ., πρέπει τις νὰ προσέξῃ εἴς τι, οὐ περὶ τὴν λέξιν, ἀλλὰ περὶ τὰ σημαινόμενα ἀναστρεπτέον, προσεκτέον, Κλήμ. Ἀλ. 819.
Spanish (DGE)
I 1hay que invertir ἅπαντα Isoc.5.132.
2 hay que escribir con anástrofe Hdn.Gr.2.52.
II hay que comportarse πῶς περὶ τὰς τροφὰς ἀ. Clem.Al.Paed.2.1 tít.
III hay que ocuparse de, fijarse en οὐ ... περὶ τὴν λέξιν, ἀλλὰ περὶ τὰ σημαινόμενα Clem.Al.Strom.6.17.151.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστρεπτέον: adj. verb. к ἀναστρέφω.