ἀνθρωποπλάστης

From LSJ
Revision as of 19:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποπλάστης Medium diacritics: ἀνθρωποπλάστης Low diacritics: ανθρωποπλάστης Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: anthrōpoplástēs Transliteration B: anthrōpoplastēs Transliteration C: anthropoplastis Beta Code: a)nqrwpopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A fashioner of men, Ph.1.652.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ creador de hombresde Dios, Ph.1.652.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρωποπλάστης)
αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].