ἀνομοιώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, A unlike, Procl.Inst.203.
Spanish (DGE)
-ες
diferente c. dat. de ciertas almas ἀνομοιώδεις κατὰ τὴν οὐσίαν ταῖς τε μέσαις καὶ ταῖς πρώταις Procl.Inst.203.
Greek Monolingual
ἀνομοιώδης, -ες (Α)
ο ανόμοιος.
Full diacritics: ἀνομοιώδης | Medium diacritics: ἀνομοιώδης | Low diacritics: ανομοιώδης | Capitals: ΑΝΟΜΟΙΩΔΗΣ |
Transliteration A: anomoiṓdēs | Transliteration B: anomoiōdēs | Transliteration C: anomoiodis | Beta Code: a)nomoiw/dhs |
ες, A unlike, Procl.Inst.203.
-ες
diferente c. dat. de ciertas almas ἀνομοιώδεις κατὰ τὴν οὐσίαν ταῖς τε μέσαις καὶ ταῖς πρώταις Procl.Inst.203.
ἀνομοιώδης, -ες (Α)
ο ανόμοιος.