ἀπερριμμένως
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἀπορρίπτω, A negligently, Aristeas 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερριμμένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀπορρίπτω, ἀμελῶς, Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδ. 106D.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de ἀπορρίπτω negligentemente διῳκεῖτο Aristeas 28.