ἀποκρεμάζω
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A = ἀποκρεμάννυμι, Suid. s.v. Ὑπέρβολον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρεμάζω: ἀποκρεμάννυμι, μόνον παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ὑπέρβολον.
Spanish (DGE)
colgar tr. βάρος ἀπὸ τῶν τραχήλων ἀπεκρέμαζον Sud.s.u. ὑπέρβολον.