ἐδείδιμεν
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ἐδᾰφ-δῐσαν, A v. δείδω. ἔδεκτο, v. δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, ἴδε δείδω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. pqp. épq. de δείδω.
English (Autenrieth)
see δείδω.
Greek Monotonic
ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του δείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐδείδῐμεν: эп. 1 л. pl. ppf. к δείδω.