ἐμπνευστός
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ή, όν, A blown into: ἐ. ὄργανα wind-instruments, Aristocl. ap. Ath.4.174c, Ps.-Plu.Vit.Hom.148, Nicom.Harm.2; τὰ ἐ. alone, Theo Sm.p.57 H., Iamb.inNic.p.122P. II = ἄφρων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 815] ή, όν, eingeblasen; ὄργανα, Blaseinstrumente, Ath. IV, 174 c u. Music.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπνευστός: -ή, -όν, εἰς ὃν φυσᾷ τις, ἐμπν. ὄργανα, μουσικὰ ὄργανα ἐνεργοῦντα διὰ τοῦ φυσήματος, ζητεῖται πότερα τῶν ἐμπνευστῶν ἐστιν ὀργάνων ἡ ὕδραυλις ἢ τῶν ἐντατῶν Ἀθήν. 174C, Βίος Ὁμ. 148· προσέτι, ἐμπνευστικὰ ὄργανα, ἐμπνευστά, Α. Β. 653. 30.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 mús. de aire impelido, de viento (ὄργανα) op. ἐντατός ‘de cuerda’, Aristocles en Ath.174c, Ps.Plu.Vit.Hom.2.148, Nicom.Harm.2 (p.240), Anon.Bellerm.17
•neutr. plu. subst. τὰ ἐμπνευστά Theo Sm.57, Aristid.Quint.85.3, Iambl.in Nic.122.
2 fig. inspirado ἀγών PRain.Christ.2.19.25 (VI d.C.).
3 ἐ.· ἄφρων Hsch.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐμπνευστός, -ή, -όν)
(για μουσικό όργανο) πνευστός.