ἐξευτελιστής
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A disparager, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Phld.Vit.p.14J., cf. p.42J.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευτελιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξευτελίζων, ὡς καὶ νῦν, Φιλόδ. π. κακ. XXIV. 6, ἔκδ. Sauppe.
Greek Monolingual
ο (AM ἐξευτελιστής) εξευτελίζω
αυτός που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς.