ἐπίγναφος
From LSJ
ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death
English (LSJ)
ον, A cleaned, of clothes, Poll.7.77; cf. δευτερουργός II.
German (Pape)
[Seite 933] wieder aufgewalkt, neu aufgekratzt, nach Poll. 7, 77 späterer Ausdruck für δευτερουργός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίγνᾰφος: -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, Πολυδ. Ζ΄, 77· πρβλ. δευτερουργός.