ἐπανορθωτέος
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
α, ον, A to be corrected, Pl.Lg.809b. II ἐπανορθωτέον one must correct, Plu.2.24a, Gal.6.226.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανορθωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ ἐπανορθώσῃ, Πλάτ. Νόμ. 809Α. ΙΙ. ἐπανοθωτέον, δεῖ ἐπανορθοῦν, Πλούτ. 2. 24Α.