ἐπικήδομαι
From LSJ
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
English (LSJ)
A take thought for, μερόπων Nonn.D.7.60: c. inf., Steph.in Hp.1.157 D. (fort. <οὐκ> ἐ.).
Greek Monolingual
ἐπικήδομαι (AM)
φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κήδομαι «φροντίζω»].