ἐπιλογιστικός

Revision as of 23:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

English (LSJ)

ή, όν,    A able to calculate or take into account, θεωρία ἐ. τῶν ὑπαρχόντων Phld.Rh.2.47S.; τοῦ ἑξῆς Arr.Epict.2.10.3; calculating, prudent, Ptol.Tetr.155. Adv. -κῶς Phld.Rh.1.254S., Gal.18(2).26.    II. inferential, illative, [[[σύνδεσμος]]] A.D.Conj.257.18.

German (Pape)

[Seite 958] ή, όν, zum Überrechnen, Überlegen geschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλογιστικός: -ή, -όν, ἱκανός εἰς τὸ ἐπιλογίζεσθαι, τῶν ἑξῆς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 3· ἐπιλογιζόμενος, φρόνιμος, Κλήμ. Ἀλ. 254.

Greek Monolingual

ἐπιλογιστικός, -ή, -όν (Α) επιλογίζομαι
1. ο ικανός να σκέφτεται
2. συνετός, φρόνιμος.