ἐπιλογιστικός
English (LSJ)
ἐπιλογιστική, ἐπιλογιστικόν,
A able to calculate or take into account, θεωρία ἐ. τῶν ὑπαρχόντων Phld.Rh.2.47S.; τοῦ ἑξῆς Arr.Epict.2.10.3; calculating, prudent, Ptol.Tetr.155. Adv. ἐπιλογιστικῶς Phld.Rh.1.254S., Gal.18(2).26.
II. inferential, illative, (σύνδεσμος) A.D.Conj.257.18.
German (Pape)
[Seite 958] ή, όν, zum Überrechnen, Überlegen geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλογιστικός: -ή, -όν, ἱκανός εἰς τὸ ἐπιλογίζεσθαι, τῶν ἑξῆς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 3· ἐπιλογιζόμενος, φρόνιμος, Κλήμ. Ἀλ. 254.
Greek Monolingual
ἐπιλογιστικός, -ή, -όν (Α) επιλογίζομαι
1. ο ικανός να σκέφτεται
2. συνετός, φρόνιμος.
Translations
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı