επιλογίζομαι

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

ἐπιλογίζομαι (Α) επίλογος
1. σκέπτομαι, αναλογίζομαι
2. υπολογίζω, θεωρώ άξιο λόγου
3. απαγγέλλω τον επίλογο ρητορικού λόγου.