ἐρωτόληπτος

From LSJ
Revision as of 10:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτόληπτος Medium diacritics: ἐρωτόληπτος Low diacritics: ερωτόληπτος Capitals: ΕΡΩΤΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: erōtólēptos Transliteration B: erōtolēptos Transliteration C: erotoliptos Beta Code: e)rwto/lhptos

English (LSJ)

ον, A love-smitten, Procop. Arc.1 ; ἔς τινα ib.4.

German (Pape)

[Seite 1041] von Liebe ergriffen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτόληπτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ ἔρωτος, Λατ. amore cuptas, Νικήτ. Εὐγ. 6. 624.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐρωτόληπτος, -ον)
1. αυτός που έχει καταληφθεί από έρωτα, ερωτοχτυπημένος
2. ο ερωτύλος, ο επιρρεπής στις ερωτικές περιπέτειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -ληπτος < λαμβάνω.