ἰόγληνος

Revision as of 12:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

η, ον, A dark-eyed, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1255] mit veilchen-, d. i. dunkelfarbigem Augenstern, dunkeläugig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόγληνος: -η, -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μελανίζοντας ὀφθαλμούς, «ἰόγληναι (κῶδ. ἰογλῆναι)· μελαίνας γλήνας ἔχουσαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἰόγληνος, -ήνη, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»), πρβλ. μελί-γληνος, πολύ-γληνος].