ἰόγληνος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, dark-eyed, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1255] mit veilchen-, d. i. dunkelfarbigem Augenstern, dunkeläugig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόγληνος: -η, -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μελανίζοντας ὀφθαλμούς, «ἰόγληναι (κῶδ. ἰογλῆναι)· μελαίνας γλήνας ἔχουσαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἰόγληνος, -ήνη, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»), πρβλ. μελίγληνος, πολύγληνος].