ἱλαρόω
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], A gladden, brighten, LXXSi.7.24,al., Aristeas 108; λόγους Phld.Mus.p.99 K.:—also ἱλᾰρ-ύνω, LXXPs.103(104).15:—Pass., fut. -υνθήσομαι, aor. -ύνθην, PMag.Leid.W.12.30, 5.20.
German (Pape)
[Seite 1250] erheitern, erfreuen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλᾰρόω: καθιστῶ τι ἱλαρόν, μὴ ἱλαρώσῃς πρὸς αὐτὰς τὸ πρόσωπόν σου Ἑβδ. (Σειράχ. Ζ΄, 24, κ. ἀλλ.)· προσέτι, ἱλᾰρύνω, τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΓ΄, 15).