ἱμερόνους
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
ουν, A lovely of soul, Orph.H.56.8.
German (Pape)
[Seite 1253] von liebenswürdigem Geiste, Orph. H. Adon. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμερόνους: ουν, ἔχων ἐρασμίαν ψυχήν, Ὀρφ. Ὕμν. 56. 8.
Greek Monolingual
ἱμερόνους, -ουν (Α)
αυτός που έχει γλυκό, αξιαγάπητο χαρακτήρα.