ὑδροχοεῖον
English (LSJ)
τό, A well, cistern, Men.Prot.p.37 D.; = Lat. aquale, Gloss.:—wrongly written ὑδροχεῖον in Suid.
German (Pape)
[Seite 1174] τό, Brunnen, Cisterne, Sp., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροχοεῖον: τό, δεξαμενή, Μενάνδρ. Ἱστ. σ. 374 Nieb.· ἡμαρτημένως ἐφέρετο ὑδροχεῖον παρὰ τῷ Σουΐδ., - ὑδροχόϊον, ἐν τοῖς Κλημεντίοις 10, 1, 26, καὶ 11, 1.