ὑπέρθεμα

From LSJ
Revision as of 23:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρθεμα Medium diacritics: ὑπέρθεμα Low diacritics: υπέρθεμα Capitals: ΥΠΕΡΘΕΜΑ
Transliteration A: hypérthema Transliteration B: hyperthema Transliteration C: yperthema Beta Code: u(pe/rqema

English (LSJ)

ατος, τό,    A overbid. Gloss.

German (Pape)

[Seite 1196] τό, das Übergebot, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρθεμα: τό, ἀνωτέρα προσφορὰ ἐν δημοπρασίᾳ πρὸς ἀναβίβασιν τῆς τιμῆς· - περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν παραγώγων αὐτῆς ὑπερθεμᾰτίζω, προσφέρω ἀνωτέραν τιμὴν (ἐν Κ. Πορφυρ. Νεαραῖς 280 ὑπερθεματίζω, ὑπερβαίνω τὸ θέμα, βαίνω πέραν τοῦ θέματος, δηλ. τῆς ἐπαρχίας), ὑπερθεματισμός, ὁ, τὸ προσφέρειν ἀνωτέραν τιμήν, ὑπερθεματιστής, ὁ, ὁ προσφέρων ἀνωτέραν τιμήν, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-έματος, τὸ, ΜΑ, και υπέρθημα Μ ὑπερτίθημι
η ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία.