ὑποδηματορράφος

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδημᾰτορράφος Medium diacritics: ὑποδηματορράφος Low diacritics: υποδηματορράφος Capitals: ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: hypodēmatorráphos Transliteration B: hypodēmatorraphos Transliteration C: ypodimatorrafos Beta Code: u(podhmatorra/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ὁ, (ῥάπτω) A shoemaker, Hdn.Gr.1.225, al., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδημᾰτορράφος: ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ὑποδήματα, Ἀρκάδ. 84, Συνέσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ἱστιο-ρράφος].