αὐτογενέτωρ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
τορος, = αὐτογένεθλος (self-producing) 2, PMagPar. 2.1561, PMagLeid. W. 7.6.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
que se produce o engendra por sí mismo μέγας θεός PMag.4.1561, κρύψον με προστάγματι τοῦ ὄντος ἐν οὐρανῷ αὐτογενέτορος PMag.13.269, en el culto crist. παντοκράτωρ πρωτογενέτωρ αὐ. Dioscorus en PMasp.188.1.