βραδύνοος
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
ον, contr. βραδύνους, ουν, slow of understanding, Dam.Isid.81.
German (Pape)
[Seite 461] von langsamem Geiste, stumpfsinnig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδύνοος: -ον, συνῃρ. νους, ουν, βραδὺς εἰς τὸ νοῆσαι, Ἐκκλ. Γρηγόρ. Νύσσ. 1. 760 (Migne).